- ἄρκτειος
- ἄρκτειος, α, ον,A of a bear, στέαρ Heras ap.Gal.12.399.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άρκτειος — ο (και ἀρκτεῑος) [άρκτος] 1. αυτός που ανήκει σε άρκτο (αρκούδα) ή προέρχεται απ αυτήν 2. εκείνος που ανήκει στον αστερισμό της Άρκτου … Dictionary of Greek
ἀρκτείων — ἄρκτειος of a bear fem gen pl ἄρκτειος of a bear masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκτειον — ἄρκτειος of a bear masc acc sg ἄρκτειος of a bear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτείου — ἄρκτειος of a bear masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτείῳ — ἄρκτειος of a bear masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτεία — ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος of a bear fem nom/voc/acc dual ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος of a bear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκιος — (I) ἄρκιος, α, ον (Α) 1. αρκετός 2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος 3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 4. «ἄρκια νούσων» φάρμακα για τις αρρώστιες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ*, άρκος* (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα *areq «προστατεύω,… … Dictionary of Greek
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
αρκτή — ἀρκτῆ, η (AM) το δέρμα της αρκούδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρκτέη, με συναίρεση < άρκτειος < άρκτος* (πρβλ. αλωπεκή, λεοντή, λυκή κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αρκτοκέφαλος — (arctocephalus). Πτερυγιόποδο θηλαστικό, της οικογένειας των ωταριιδών, γνωστό κυρίως ως θαλάσσια αρκούδα και μαλλιαρή φώκια. Οι α. έχουν σώμα μήκους 2,5 μ. και βάρους μέχρι 200 κιλά. Το ρύγχος τους είναι μικρό και o λαιμός τους κοντός, ενώ τα… … Dictionary of Greek